-
1 ἀπ-ελαύνω
ἀπ-ελαύνω (s. ἐλαύνω), wegtreiben, fortjagen, Tragg. n. in Prosa überall, τινός, z. B. γῆς ἐμῆς ἀπηλάϑην Soph. O. C. 605; τῶν ἀρχῶν ἀπελαύνεσϑαι, von den Aemtern ausgeschlossen werden, Plat. Rep. VIII, 564 d; Her. 7, 161; abgewiesen werden (mit einem Gesuche), 5, 94; ἀπελήλατο τῆς φροντίδος, er war weit entfernt von der Sorge, 7, 205; ἀφ' ἑαυτοῦ Xen. Mem. 2, 6, 12; ἀπὸ τόπου Cyr. 3, 2, 16; φόβον τινί 4, 2, 10. – Oft intrans., sc. στρατόν u. dgl., weggehen, abziehen, Her. 7, 210. 8, 96; Xen., der (von ἀπελάω) den imper. Pr. ἀπέλα hat, reite weg, Cyr. 8, 3, 32, wie bei Ar. Lys. 1001 ἀπήλαον dor. steht; Sp.
-
2 εὖρος
εὖρος, ὁ (wahrscheinlich von ἠώς, ἕως, Morgenwind, im Ggstze zum ζέφυρος, von ζόφος, nach Andern von αὔρα, vgl. Butim. Lexil. Ip. 120), der Ost-, oder genauer Südostwind, lat. Eurus, Volturnus, Il. 2, 145 u. Folgde. Nach Arist. mund. 4 εὖροι οἱ ἀπὸ ἀνατολῆς συνεχεῖς πνέοντες ἄνεμοι, u. nachher genauer ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς χειμερινὰς ἀνατολὰς τόπου; daher Meteorl. 2, 6 γειτνιῶν τῷ νότῳ. Vgl noch ἀπηλιώτης u. καικίας.
-
3 καικίας
καικίας, ὁ, der Nordostwind, nach Arist. de mundo 4 der Euros ὁ ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς ϑερινὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων, wie Meteorl. 2, 6; komisch Ar. Equ. 435 ὡς οὗτος ἤτοι Καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ
-
4 ἀ-μβροσία
ἀ-μβροσία, ἡ (substantivirtes fem. von ἀμβρόσιος, scil. ἐδωδή), Ambrosia, die Speise der Götter, Od. 5, 199 τῇ δὲ (der Kalypso) παρ' ἀμβροσίην καὶ νέκταρ ἔϑηκαν; 93 ϑεὰ παρέϑηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα, κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυϑρόν, für Hermes; Odysseus ißt keine Ambrosia, 196 s.; aber dem Achill wird Ambrosia eingeflößt Iliad. 19, 347 (Zeus spricht zur Athene) ἀλλ' ἴϑι οἱ νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινὴν στάξον ἐνὶ στήϑεσσ', ἵνα μή μιν λιμὸς ἵκηται, 353 ἡ δ' Ἀχιλῆι νέκταρ ἐνὶ στήϑεσσι καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινην στάξ', ἵνα μή μιν λιμὸς ἀτερπὴς γούναϑ' ἵκοιτο; 19, 38 Πατρόκλῳ δ' αὖτ' ἀμβροσίην καὶ νέκταρ ἐρυϑρὸν στάξε (Thetis) κατὰ ῥινῶν, ἵνα οἱ χρὼς ἔμπεδος εἴη; gegen den Geruch der Robben schützt Eidothea den Menelaos u. seine Leute Od. 4, 445 ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ ϑῆκε φέρουσα ἡδὺ μάλα πνείουσαν, ὄλεσσε δὲ κήτεος ὀδμήν; zum Waschen gebraucht Hera die A. Iliad. 14, 170 ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς ἱμερόεντος λύματα πάντα κάϑηρεν, ἀλείψατο δὲ λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεϑυωμένον ἦεν; also das ἀμβρόσιον ἔλαιον ist verschieden von der Ambrosia, letztere dient nur als Seife; aber des Sarpedon Leichnam wird mit Ambrosia gesalbt Iliad. 16, 670. 680 λοῠσον (λοῠσεν) ποταμοῖο ῥοῇσιν χρῖσόν (χρῖσέν) τ' ἀμβροσίῃ; von gutem Weine sagt der Cyclop Od. 9, 359 ἀλλὰ τόδ' ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ; den Pferden der Hera schafft der Simoeis Ambrosia zum Futter Iliad. 5, 777 τοῖσιν δ' ἀμβροσίην Σιμόεις ἀνέτειλε νέμεσϑαι; dem Zeus bringen sie Tauben durch die Plankten fliegend Od. 12, 63 πέλειαι τρήρωνες, ταί τ' ἀμβροσίην Διὶ τατρὶ φέρουσιν; – Alkman, Sappho, Anaxandrides nannten die Götterspeise Nektar, den Trank Ambrosia, Athen. 2, 39 a; der Grund ist das Mißverstehen von Iliad. 14, 170; Aristonic. Scholl. daselbst ἡ διπλῆ, ὅτι ἐκ τούτου τοῦ τόπου πλανηϑέντες τινὲς ὑπέλαβον τὴν ἀμβροσίαν εἶναι ὑγρὰν τροφήν, ders. 19, 39 νέκταρ καὶ ἀμβροσίην στάξε κατὰ ῥινῶν: συλληπτικῶς ἐπὶ τῆς ἀμβροσίας, 348 νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην στάξον ἐνὶ στήϑεσσι: ἡ διπλῆ, ὅτι κατ' ἀμφοτέρων τὸ στάξον, τῆς ἀμβρο-σίας καὶ τοῠ νέκταρος· ἡ γὰρ ἀμβροσία ἐστὶ ξηρὰ τροφή; – Pind. Ol. 1, 62 ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν; ἀμβροσίην στάζειν Philod. 18 (5, 13). – Nach Ath. XI, 473 b eine Michung von ὕδωρ ἀκραιφνές, ἔλαιον, παγκαρπία, verschiedenen Früchten). – Uebertr. ἀμβροσίαν λόγων κατεσκέδασέ μου Luc. Nigr. 3. – Bei den Aerzten ein Trank, auch ein Pflaster.
См. также в других словарях:
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
-θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… … Dictionary of Greek
κάπου — (Μ κάπου και ὁκάπου) 1. (τοπικό επίρρ. για στάση ή κίνηση) σε κάποιο τόπο, σε κάποιο μέρος (α. «κάπου βρίσκεται» β. «κάπου πηγαίνει») 2. (χρον. επίρρ.) (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάπου κάπου περνά απ τη γειτονιά μας») νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
μυχόθεν — (Α) επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια τού σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεό θεν, κυκλό θεν)] … Dictionary of Greek
αδόθεν — ᾀδόθεν επίρρ. (Α) από τον άδη, από τον κάτω κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + θεν, κατάλ. επίρρ., που δηλώνει από τόπου κίνηση, προέλευση] … Dictionary of Greek
ιππόθεν — ἱππόθεν (Α) επίρρ. (κυρίως για τους Έλληνες ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο ίππο) από τον ίππο («υἷες Ἀχαιῶν ἱππόθεν ἐκχύμενοι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + θεν*, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
κάτωθεν — και κάτωθε και κάτουθε (ΑΜ κάτωθεν, Α και κάτωθε) επίρρ. 1. από κάτω προς τα πάνω («ὄρυγμα κάτωθεν ἀρξάμενον», Ηρόδ.) 2. κάτω από, υποκάτω (α. «κάτωθεν τής τραπέζης» β. «κάτωθεν τοῡ ὀφθαλμοῡ», Ιπποκρ.) μσν. 1. παρακάτω 2. γεωγρ. δυτικά 3. φρ. «τὸ … Dictionary of Greek
κατωτέρωθεν — (Α) επίρρ. από κατώτερο μέρος, από μεγαλύτερος βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατωτέρω + επιρρμ. κατάλ. θεν, δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
κλισίηθεν — (Α) επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / η + επιρρμ. κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως και από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
Ίδηθεν — Ἴδηθεν (Α) επίρρ. από την Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + κατάλ. θεν που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. εκεί θεν, έσω θεν)] … Dictionary of Greek